Contionary:βούλητι

Oltic

Etymology

From Middle Oltic βουλητι, from Old Oltic βουλατητι, from Proto-Celtic *bulatāti (see *bulatos)

Pronunciation

Verb

βούλητι (voúlēti) (Cyrillic spelling вулѣти)

  1. (transitive) to smell
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
βούλητι conjugation (3rd) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres βούλη βούλησι βούλητι βούλημου βούλητε βούληντι βούληντος βούληϝος
pst.pfv βούλησσου βούλησσι βούλησσομου βούλησσετε βούλησσον βούλημνος
pst.ipfv βούληνεν βούλητου βούλη βούλημες βούλητες βούληντες
fut.pfv βούλιζημι βούλιζησι βούλιζητι βούλιζημος βούλιζητε βούλιζηντι
fut.ipfv βούλιζητεμι βούλιζητεσι βούλιζητετι βούλιζητεμος βούλιζητετε βούλιζητεντι
mid pres βούλη βούλητα βούλητο βούλημο βούληϝε βούληντο βούλητιος
pst.pfv βούλητουνς βούλητος βούλητουος
pst.ipfv βούλητει βούληντις βούληζος
fut.pfv βούλιζη βούλιζητα βούλιζητο βούλιζημο βούλιζηϝε βούλιζηντο
fut.ipfv βούλιζητε βούλιζητετα βούλιζητετο βούλιζητεμο βούλιζητεϝε βούλιζητεντο
imp act βούλη βούλητις
mid βούλητρις βούληϝε