Contionary:γλόνητι

Oltic

Etymology

From Middle Oltic ϝολνητι, from Old Oltic ϝολνητι, from Proto-Celtic *wolnāti, from Proto-Indo-European *h₂welh₁-

Pronunciation

Verb

γλόνητι (glónēti) (Cyrillic spelling љонѣти)

  1. to rule, to govern
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
γλόνητι conjugation (3rd) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres γλόνη γλόνησι γλόνητι γλόνημου γλόνητε γλόνηντι γλόνηντος γλόνηϝος
pst.pfv γλόνησσου γλόνησσι γλόνησσομου γλόνησσετε γλόνησσον γλόνημνος
pst.ipfv γλόνηνεν γλόνητου γλόνη γλόνημες γλόνητες γλόνηντες
fut.pfv γλόνιζημι γλόνιζησι γλόνιζητι γλόνιζημος γλόνιζητε γλόνιζηντι
fut.ipfv γλόνιζητεμι γλόνιζητεσι γλόνιζητετι γλόνιζητεμος γλόνιζητετε γλόνιζητεντι
mid pres γλόνη γλόνητα γλόνητο γλόνημο γλόνηϝε γλόνηντο γλόνητιος
pst.pfv γλόνητουνς γλόνητος γλόνητουος
pst.ipfv γλόνητει γλόνηντις γλόνηζος
fut.pfv γλόνιζη γλόνιζητα γλόνιζητο γλόνιζημο γλόνιζηϝε γλόνιζηντο
fut.ipfv γλόνιζητε γλόνιζητετα γλόνιζητετο γλόνιζητεμο γλόνιζητεϝε γλόνιζητεντο
imp act γλόνη γλόνητις
mid γλόνητρις γλόνηϝε