Contionary:γλῖπητι

Oltic

Etymology

From Middle Oltic ϝλιπητι, from Old Oltic ϝλιπητι, from Proto-Celtic *wlikʷāti (see *wlikʷos), from Proto-Indo-European *wleykʷ-

Pronunciation

Verb

γλῖπητι (gli͂pēti) (Cyrillic spelling љипѣти)

  1. to rain
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
γλῖπητι conjugation (3rd) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres γλῖπη γλῖπησι γλῖπητι γλῖπημου γλῖπητε γλῖπηντι γλῖπηντος γλῖπηϝος
pst.pfv γλῖπησσου γλῖπησσι γλῖπησσομου γλῖπησσετε γλῖπησσον γλῖπημνος
pst.ipfv γλῖπηνεν γλῖπητου γλῖπη γλῖπημες γλῖπητες γλῖπηντες
fut.pfv γλῖπιζημι γλῖπιζησι γλῖπιζητι γλῖπιζημος γλῖπιζητε γλῖπιζηντι
fut.ipfv γλῖπιζητεμι γλῖπιζητεσι γλῖπιζητετι γλῖπιζητεμος γλῖπιζητετε γλῖπιζητεντι
mid pres γλῖπη γλῖπητα γλῖπητο γλῖπημο γλῖπηϝε γλῖπηντο γλῖπητιος
pst.pfv γλῖπητουνς γλῖπητος γλῖπητουος
pst.ipfv γλῖπητει γλῖπηντις γλῖπηζος
fut.pfv γλῖπιζη γλῖπιζητα γλῖπιζητο γλῖπιζημο γλῖπιζηϝε γλῖπιζηντο
fut.ipfv γλῖπιζητε γλῖπιζητετα γλῖπιζητετο γλῖπιζητεμο γλῖπιζητεϝε γλῖπιζητεντο
imp act γλῖπη γλῖπητις
mid γλῖπητρις γλῖπηϝε