Contionary:κομπῆνσετι
Oltic
Etymology
From Middle Oltic κομπηνσετι, from Old Oltic κομπηνσετι, from Latin compēnsō
Pronunciation
Verb
κομπῆνσετι (kompē͂nseti) (Cyrillic spelling комбѣнсети)
- to balance, to offset, to compensate, to correct
- (please add the primary text of this usage example)
- (please add an English translation of this usage example)
| κομπῆνσετι conjugation (1st) | sg | pl | ptcp | ger | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| 1 | 2 | 3 | 1 | 2 | 3 | |||||
| ind | act | pres | κομπῆνσου | κομπῆνσεσι | κομπῆνσετι | κομπῆνσομου | κομπῆνσετε | κομπῆνσοντι | κομπῆνσοντος | κομπῆνσϝος |
| pst.pfv | κομπῆνστου | κομπῆνστες | κομπῆνστ | κομπῆνστομου | κομπῆνστετε | κομπῆνστον | κομπῆνσομνος | |||
| pst.ipfv | κομπῆνσενεν | κομπῆνσιτου | κομπῆνσε | κομπῆνσεμες | κομπῆνσετες | κομπῆνσεντες | ||||
| fut.pfv | κομπῆνσην | κομπῆνσησι | κομπῆνσητι | κομπῆνσημες | κομπῆνσητε | κομπῆνσηντι | ||||
| fut.ipfv | κομπῆνσητεν | κομπῆνσητεσι | κομπῆνσητετι | κομπῆνσητεμες | κομπῆνσητετε | κομπῆνσητεντι | ||||
| mid | pres | κομπῆνσου | κομπῆνσετα | κομπῆνσετο | κομπῆνσομο | κομπῆνσεϝε | κομπῆνσοντο | κομπῆνσετιος | ||
| pst.pfv | κομπῆνστο | κομπῆνστουνς | κομπῆνστος | κομπῆνστουος | ||||||
| pst.ipfv | κομπῆνσετει | κομπῆνσεντις | κομπῆνσζος | |||||||
| fut.pfv | κομπῆνση | κομπῆνσητα | κομπῆνσητο | κομπῆνσημο | κομπῆνσηϝε | κομπῆνσηντο | ||||
| fut.ipfv | κομπῆνσητε | κομπῆνσητετα | κομπῆνσητετο | κομπῆνσητεμο | κομπῆνσητεϝε | κομπῆνσητεντο | ||||
| imp | act | κομπῆνσι | κομπῆνσετις | |||||||
| mid | κομπῆνσετα | κομπῆνσεϝε | ||||||||