Contionary:λούγγετι

Oltic

Etymology

From Middle Oltic λουγγετι, from Old Oltic λουγγετι, from Proto-Celtic *lungeti, from Proto-Indo-European *lewg-

Pronunciation

Verb

λούγγετι (loúngeti) (future stem λὶχ-, Cyrillic spelling луђети)

  1. to put, to place, to send
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
λούγγετι conjugation (1st) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres λούγγου λούγγεσι λούγγετι λούγγομου λούγγετε λούγγοντι λούγγοντος λούγγϝος
pst.pfv λούγκτου λούγκτες λούγκτ λούγκτομου λούγκτετε λούγκτον λούγγομνος
pst.ipfv λούγγενεν λούγγιτου λούγγε λούγγεμες λούγγετες λούγγεντες
fut.pfv λὶχην λὶχησι λὶχητι λὶχημες λὶχητε λὶχηντι
fut.ipfv λὶχητεν λὶχητεσι λὶχητετι λὶχητεμες λὶχητετε λὶχητεντι
mid pres λούγγου λούγγετα λούγγετο λούγγομο λούγγεϝε λούγγοντο λούγγετιος
pst.pfv λούγκτο λούγκτουνς λούγκτος λούγκτουος
pst.ipfv λούγγετει λούγγεντις λούγγζος
fut.pfv λὶχη λὶχητα λὶχητο λὶχημο λὶχηϝε λὶχηντο
fut.ipfv λὶχητε λὶχητετα λὶχητετο λὶχητεμο λὶχητεϝε λὶχητεντο
imp act λούγγι λούγγετις
mid λούγγετα λούγγεϝε