Contionary:άκρος

From Linguifex
Jump to navigation Jump to search

Oltic

Etymology

From Middle Oltic ακρος, from Old Oltic ακρος, from Proto-Celtic *akros, from Proto-Indo-European *h₂eḱ-

Pronunciation

Adjective

άκρος (ákros) (Cyrillic spelling акрос)

  1. tall
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
άκρος declension (o-stem)
m f n
sg pl sg pl sg pl
def nom άκρος άκροι άκρη άκρης άκρον άκρη
voc άκρε
acc άκρον άκρους άκρην
gen άκρι άκρον άκρης άκρον άκρι άκρον
indef nom άκροσες άκροις άκρησι άκρησσι άκρονεδ άκρηδ
voc άκρες
acc άκρονες άκρουσες άκρηνσι
gen άκρις άκρονες άκρησσι άκρονσι άκριδ άκρονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
comp def nom άκριος άκριοι άκριη άκριης άκριον άκριη
voc άκριε
acc άκριον άκριους άκριην
gen άκριι άκριον άκριης άκριον άκριι άκριον
indef nom άκριοσες άκριοις άκριησι άκριησσι άκριονεδ άκριηδ
voc άκριες
acc άκριονες άκριουσες άκριηνσι
gen άκριις άκριονες άκριησσι άκριονσι άκριιδ άκριονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
sup def nom άκραμος άκραμοι άκραμη άκραμης άκραμον άκραμη
voc άκραμε
acc άκραμον άκραμους άκραμην
gen άκραμι άκραμον άκραμης άκραμον άκραμι άκραμον
indef nom άκραμοσες άκραμοις άκραμησι άκραμησσι άκραμονεδ άκραμηδ
voc άκραμες
acc άκραμονες άκραμουσες άκραμηνσι
gen άκραμις άκραμονες άκραμησσι άκραμονσι άκραμιδ άκραμονεδ