Contionary:γγιάνητι

Oltic

Etymology

From Romani ʒanel

Pronunciation

Verb

γγιάνητι (ngiánēti) (Cyrillic spelling ђанѣти)

  1. (slang) to assume, to figure
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
γγιάνητι conjugation (3rd) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres γγιάνη γγιάνησι γγιάνητι γγιάνημου γγιάνητε γγιάνηντι γγιάνηντος γγιάνηϝος
pst.pfv γγιάνησσου γγιάνησσι γγιάνησσομου γγιάνησσετε γγιάνησσον γγιάνημνος
pst.ipfv γγιάνηνεν γγιάνητου γγιάνη γγιάνημες γγιάνητες γγιάνηντες
fut.pfv γγιάνιζημι γγιάνιζησι γγιάνιζητι γγιάνιζημος γγιάνιζητε γγιάνιζηντι
fut.ipfv γγιάνιζητεμι γγιάνιζητεσι γγιάνιζητετι γγιάνιζητεμος γγιάνιζητετε γγιάνιζητεντι
mid pres γγιάνη γγιάνητα γγιάνητο γγιάνημο γγιάνηϝε γγιάνηντο γγιάνητιος
pst.pfv γγιάνητουνς γγιάνητος γγιάνητουος
pst.ipfv γγιάνητει γγιάνηντις γγιάνηζος
fut.pfv γγιάνιζη γγιάνιζητα γγιάνιζητο γγιάνιζημο γγιάνιζηϝε γγιάνιζηντο
fut.ipfv γγιάνιζητε γγιάνιζητετα γγιάνιζητετο γγιάνιζητεμο γγιάνιζητεϝε γγιάνιζητεντο
imp act γγιάνη γγιάνητις
mid γγιάνητρις γγιάνηϝε

Synonyms

(to assume):