Contionary:κάνδος

From Linguifex
Jump to navigation Jump to search

Oltic

Etymology

From Romani kand

Pronunciation

Adjective

κάνδος (kándos) (Cyrillic spelling кандос)

  1. (slang) very drunk, shitfaced
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
κάνδος declension (o-stem)
m f n
sg pl sg pl sg pl
def nom κάνδος κάνδοι κάνδη κάνδης κάνδον κάνδη
voc κάνδε
acc κάνδον κάνδους κάνδην
gen κάνδι κάνδον κάνδης κάνδον κάνδι κάνδον
indef nom κάνδοσες κάνδοις κάνδησι κάνδησσι κάνδονεδ κάνδηδ
voc κάνδες
acc κάνδονες κάνδουσες κάνδηνσι
gen κάνδις κάνδονες κάνδησσι κάνδονσι κάνδιδ κάνδονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
comp def nom κάνδιος κάνδιοι κάνδιη κάνδιης κάνδιον κάνδιη
voc κάνδιε
acc κάνδιον κάνδιους κάνδιην
gen κάνδιι κάνδιον κάνδιης κάνδιον κάνδιι κάνδιον
indef nom κάνδιοσες κάνδιοις κάνδιησι κάνδιησσι κάνδιονεδ κάνδιηδ
voc κάνδιες
acc κάνδιονες κάνδιουσες κάνδιηνσι
gen κάνδιις κάνδιονες κάνδιησσι κάνδιονσι κάνδιιδ κάνδιονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
sup def nom κάνδαμος κάνδαμοι κάνδαμη κάνδαμης κάνδαμον κάνδαμη
voc κάνδαμε
acc κάνδαμον κάνδαμους κάνδαμην
gen κάνδαμι κάνδαμον κάνδαμης κάνδαμον κάνδαμι κάνδαμον
indef nom κάνδαμοσες κάνδαμοις κάνδαμησι κάνδαμησσι κάνδαμονεδ κάνδαμηδ
voc κάνδαμες
acc κάνδαμονες κάνδαμουσες κάνδαμηνσι
gen κάνδαμις κάνδαμονες κάνδαμησσι κάνδαμονσι κάνδαμιδ κάνδαμονεδ