Contionary:κάνις

Oltic

Etymology

From Middle Oltic κανις, from Old Oltic κανις, from Proto-Celtic *kanis

Pronunciation

Adjective

κάνις (kánis) (Cyrillic spelling канис)

  1. nice, friendly, hospitable
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
κάνις declension (i-stem)
m f n
sg pl sg pl sg pl
def nom κάνις κάνις κάνις κάνις κάνι κάνιη
voc κάνι κάνι
acc κάνιν κάνιν
gen κάνεις κάνιον κάνεις κάνιον κάνεις κάνιον
indef nom κάνισες κάνισες κάνισσι κάνισσι κάνιδ κάνιηδ
voc κάνις κάνισι
acc κάνινες κάνινσι
gen κάνεισες κάνιονες κάνεισσι κάνιονσι κάνεισεδ κάνιονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
comp def nom κάνιις κάνιις κάνιις κάνιις κάνιι κάνιη
voc κάνιι κάνιι
acc κάνιιν κάνιιν
gen κάνιεις κάνιον κάνιεις κάνιον κάνιεις κάνιον
indef nom κάνιισες κάνιισες κάνιισσι κάνιισσι κάνιιδ κάνιηδ
voc κάνιις κάνιισι
acc κάνιινες κάνιινσι
gen κάνιεισες κάνιονες κάνιεισσι κάνιονσι κάνιεισεδ κάνιονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
sup def nom κάναμις κάναμις κάναμις κάναμις κάναμι κάναμιη
voc κάναμι κάναμι
acc κάναμιν κάναμιν
gen κάναμεις κάναμιον κάναμεις κάναμιον κάναμεις κάναμιον
indef nom κάναμισες κάναμισες κάναμισσι κάναμισσι κάναμιδ κάναμιηδ
voc κάναμις κάναμισι
acc κάναμινες κάναμινσι
gen κάναμεισες κάναμιονες κάναμεισσι κάναμιονσι κάναμεισεδ κάναμιονεδ