Contionary:κούξετι

Oltic

Etymology

From Middle Oltic κουξετι, from Old Oltic κουξκετι, from Proto-Celtic *kuɸsketi, from Proto-Indo-European *kʷsep-

Pronunciation

Verb

κούξετι (koúxeti) (Cyrillic spelling кухсети)

  1. to dream
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
κούξετι conjugation (1st) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres κούξου κούξεσι κούξετι κούξομου κούξετε κούξοντι κούξοντος κούξϝος
pst.pfv κούξτου κούξτες κούξτ κούξτομου κούξτετε κούξτον κούξομνος
pst.ipfv κούξενεν κούξιτου κούξε κούξεμες κούξετες κούξεντες
fut.pfv κούξην κούξησι κούξητι κούξημες κούξητε κούξηντι
fut.ipfv κούξητεν κούξητεσι κούξητετι κούξητεμες κούξητετε κούξητεντι
mid pres κούξου κούξετα κούξετο κούξομο κούξεϝε κούξοντο κούξετιος
pst.pfv κούξτο κούξτουνς κούξτος κούξτουος
pst.ipfv κούξετει κούξεντις κούξζος
fut.pfv κούξη κούξητα κούξητο κούξημο κούξηϝε κούξηντο
fut.ipfv κούξητε κούξητετα κούξητετο κούξητεμο κούξητεϝε κούξητεντο
imp act κούξι κούξετις
mid κούξετα κούξεϝε