Contionary:μέϝος

From Linguifex
Jump to navigation Jump to search

Oltic

Etymology

From Middle Oltic μεϝος, from Old Oltic μεδϝος, from Proto-Celtic *medwos, from Proto-Indo-European *medʰ-

Pronunciation

Adjective

μέϝος (méwos) (Cyrillic spelling мегвос)

  1. drunk, intoxicated
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
μέϝος declension (o-stem)
m f n
sg pl sg pl sg pl
def nom μέϝος μέϝοι μέϝη μέϝης μέϝον μέϝη
voc μέϝε
acc μέϝον μέϝους μέϝην
gen μέϝι μέϝον μέϝης μέϝον μέϝι μέϝον
indef nom μέϝοσες μέϝοις μέϝησι μέϝησσι μέϝονεδ μέϝηδ
voc μέϝες
acc μέϝονες μέϝουσες μέϝηνσι
gen μέϝις μέϝονες μέϝησσι μέϝονσι μέϝιδ μέϝονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
comp def nom μέϝιος μέϝιοι μέϝιη μέϝιης μέϝιον μέϝιη
voc μέϝιε
acc μέϝιον μέϝιους μέϝιην
gen μέϝιι μέϝιον μέϝιης μέϝιον μέϝιι μέϝιον
indef nom μέϝιοσες μέϝιοις μέϝιησι μέϝιησσι μέϝιονεδ μέϝιηδ
voc μέϝιες
acc μέϝιονες μέϝιουσες μέϝιηνσι
gen μέϝιις μέϝιονες μέϝιησσι μέϝιονσι μέϝιιδ μέϝιονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
sup def nom μέϝαμος μέϝαμοι μέϝαμη μέϝαμης μέϝαμον μέϝαμη
voc μέϝαμε
acc μέϝαμον μέϝαμους μέϝαμην
gen μέϝαμι μέϝαμον μέϝαμης μέϝαμον μέϝαμι μέϝαμον
indef nom μέϝαμοσες μέϝαμοις μέϝαμησι μέϝαμησσι μέϝαμονεδ μέϝαμηδ
voc μέϝαμες
acc μέϝαμονες μέϝαμουσες μέϝαμηνσι
gen μέϝαμις μέϝαμονες μέϝαμησσι μέϝαμονσι μέϝαμιδ μέϝαμονεδ