Contionary:μετράτι

Oltic

Etymology

From Middle Oltic μετρατι, from Old Oltic μετρατι, from Ancient Greek μετράω (metráō)

Pronunciation

Verb

μετράτι (metráti) (Cyrillic spelling метрати)

  1. to measure, to weigh, to matter
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
μετράτι conjugation (2nd) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres μετρά μετράσι μετράτι μετρόμου μετράτε μετρόντι μετρόντος μετρϝός
pst.pfv μεττού μεττές μέττ μεττόμου μεττέτε μεττόν μετρόμνος
pst.ipfv μετράνεν μετρίτου μετρά μετράμες μετράτες μετράντες
fut.pfv μετρήν μετρήσι μετρήτι μετρήμες μετρήτε μετρήντι
fut.ipfv μετρήτεν μετρήτεσι μετρήτετι μετρήτεμες μετρήτετε μετρήτεντι
mid pres μετρού μετράτα μετράτο μετρόμο μετράϝε μετρόντο μετράτιος
pst.pfv μεττό μεττούνς μεττός μεττούος
pst.ipfv μετράτει μετράντις μετρζός
fut.pfv μετρή μετρήτα μετρήτο μετρήμο μετρήϝε μετρήντο
fut.ipfv μετρήτε μετρήτετα μετρήτετο μετρήτεμο μετρήτεϝε μετρήτεντο
imp act μετρί μετράτις
mid μετράτα μετράϝε