Contionary:πίγγετι

Oltic

Etymology

From Middle Oltic πιγγετι, from Old Oltic πιγγετι, from Latin pingō

Pronunciation

Verb

πίγγετι (píngeti) (Cyrillic spelling пиђети)

  1. to draw, to illustrate
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
πίγγετι conjugation (1st) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres πίγγου πίγγεσι πίγγετι πίγγομου πίγγετε πίγγοντι πίγγοντος πίγγϝος
pst.pfv πίγκτου πίγκτες πίγκτ πίγκτομου πίγκτετε πίγκτον πίγγομνος
pst.ipfv πίγγενεν πίγγιτου πίγγε πίγγεμες πίγγετες πίγγεντες
fut.pfv πίγγην πίγγησι πίγγητι πίγγημες πίγγητε πίγγηντι
fut.ipfv πίγγητεν πίγγητεσι πίγγητετι πίγγητεμες πίγγητετε πίγγητεντι
mid pres πίγγου πίγγετα πίγγετο πίγγομο πίγγεϝε πίγγοντο πίγγετιος
pst.pfv πίγκτο πίγκτουνς πίγκτος πίγκτουος
pst.ipfv πίγγετει πίγγεντις πίγγζος
fut.pfv πίγγη πίγγητα πίγγητο πίγγημο πίγγηϝε πίγγηντο
fut.ipfv πίγγητε πίγγητετα πίγγητετο πίγγητεμο πίγγητεϝε πίγγητεντο
imp act πίγγι πίγγετις
mid πίγγετα πίγγεϝε