Contionary:πῖσετι

From Linguifex
Jump to navigation Jump to search

Oltic

Etymology

From Middle Oltic πισετι, from Old Oltic απισετι, from Proto-Celtic *adkʷiseti, from Proto-Indo-European *h₂éd*kʷeys-

Pronunciation

Verb

πῖσετι (pi͂seti) (future stem πῖξ-, Cyrillic spelling писети)

  1. to see, to witness, to observe
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
πῖσετι conjugation (1st) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres πῖσου πῖσεσι πῖσετι πῖσομου πῖσετε πῖσοντι πῖσοντος πῖσϝος
pst.pfv πῖστου πῖστες πῖστ πῖστομου πῖστετε πῖστον πῖσομνος
pst.ipfv πῖσενεν πῖσιτου πῖσε πῖσεμες πῖσετες πῖσεντες
fut.pfv πῖξην πῖξησι πῖξητι πῖξημες πῖξητε πῖξηντι
fut.ipfv πῖξητεν πῖξητεσι πῖξητετι πῖξητεμες πῖξητετε πῖξητεντι
mid pres πῖσου πῖσετα πῖσετο πῖσομο πῖσεϝε πῖσοντο πῖσετιος
pst.pfv πῖστο πῖστουνς πῖστος πῖστουος
pst.ipfv πῖσετει πῖσεντις πῖσζος
fut.pfv πῖξη πῖξητα πῖξητο πῖξημο πῖξηϝε πῖξηντο
fut.ipfv πῖξητε πῖξητετα πῖξητετο πῖξητεμο πῖξητεϝε πῖξητεντο
imp act πῖσι πῖσετις
mid πῖσετα πῖσεϝε