Contionary:δρέκετι

From Linguifex
Jump to navigation Jump to search

Oltic

Etymology

From Middle Oltic δερκετι, from Old Oltic δερκετι, from Proto-Celtic *derketi, from Proto-Indo-European *derḱ-

Pronunciation

Verb

δρέκετι (dréketi) (future stem δρίχ-, Cyrillic spelling дрећети)

  1. to look, to watch
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
δρέκετι conjugation (1st) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres δρέκου δρέκεσι δρέκετι δρέκομου δρέκετε δρέκοντι δρέκοντος δρέκϝος
pst.pfv δρέκτου δρέκτες δρέκτ δρέκτομου δρέκτετε δρέκτον δρέκομνος
pst.ipfv δρέκενεν δρέκιτου δρέκε δρέκεμες δρέκετες δρέκεντες
fut.pfv δρέκην δρέκησι δρέκητι δρέκημες δρέκητε δρέκηντι
fut.ipfv δρέκητεν δρέκητεσι δρέκητετι δρέκητεμες δρέκητετε δρέκητεντι
mid pres δρέκου δρέκετα δρέκετο δρέκομο δρέκεϝε δρέκοντο δρέκετιος
pst.pfv δρέκτο δρέκτουνς δρέκτος δρέκτουος
pst.ipfv δρέκετει δρέκεντις δρέκζος
fut.pfv δρέκη δρέκητα δρέκητο δρέκημο δρέκηϝε δρέκηντο
fut.ipfv δρέκητε δρέκητετα δρέκητετο δρέκητεμο δρέκητεϝε δρέκητεντο
imp act δρέκι δρέκετις
mid δρέκετα δρέκεϝε

Synonyms

χὰροσετι άβρανταν