Contionary:σλᾶτρητι

From Linguifex
Jump to navigation Jump to search

Oltic

Etymology

From Middle Oltic σαλτρητι, from Old Oltic σαλτρητι, from Proto-Celtic *saltrāti, from Proto-Indo-European *sel-

Pronunciation

Verb

σλᾶτρητι (sla͂trēti) (Cyrillic spelling слатрѣти)

  1. to bully, to strongarm, to abuse one's power over
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
σλᾶτρητι conjugation (3rd) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres σλᾶτρη σλᾶτρησι σλᾶτρητι σλᾶτρημου σλᾶτρητε σλᾶτρηντι σλᾶτρηντος σλᾶτρηϝος
pst.pfv σλᾶτρησσου σλᾶτρησσι σλᾶτρησσομου σλᾶτρησσετε σλᾶτρησσον σλᾶτρημνος
pst.ipfv σλᾶτρηνεν σλᾶτρητου σλᾶτρη σλᾶτρημες σλᾶτρητες σλᾶτρηντες
fut.pfv σλᾶτριζημι σλᾶτριζησι σλᾶτριζητι σλᾶτριζημος σλᾶτριζητε σλᾶτριζηντι
fut.ipfv σλᾶτριζητεμι σλᾶτριζητεσι σλᾶτριζητετι σλᾶτριζητεμος σλᾶτριζητετε σλᾶτριζητεντι
mid pres σλᾶτρη σλᾶτρητα σλᾶτρητο σλᾶτρημο σλᾶτρηϝε σλᾶτρηντο σλᾶτρητιος
pst.pfv σλᾶτρητουνς σλᾶτρητος σλᾶτρητουος
pst.ipfv σλᾶτρητει σλᾶτρηντις σλᾶτρηζος
fut.pfv σλᾶτριζη σλᾶτριζητα σλᾶτριζητο σλᾶτριζημο σλᾶτριζηϝε σλᾶτριζηντο
fut.ipfv σλᾶτριζητε σλᾶτριζητετα σλᾶτριζητετο σλᾶτριζητεμο σλᾶτριζητεϝε σλᾶτριζητεντο
imp act σλᾶτρη σλᾶτρητις
mid σλᾶτρητρις σλᾶτρηϝε