Contionary:αγχρέτουδοντος
Jump to navigation
Jump to search
Oltic
Etymology
From Middle Oltic αγχερτουδοντος, from Old Oltic αγχερτουδοντος
Pronunciation
Adjective
αγχρέτουδοντος (anchrétoudontos) (Cyrillic spelling анхретудондос)
- safe, secure, sure, certain, unfailing, trusty
- (please add the primary text of this usage example)
- (please add an English translation of this usage example)
| m | f | n | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| sg | pl | sg | pl | sg | pl | |||
| def | nom | αγχρέτουδοντος | αγχρέτουδοντοι | αγχρέτουδοντη | αγχρέτουδοντης | αγχρέτουδοντον | αγχρέτουδοντη | |
| voc | αγχρέτουδοντε | |||||||
| acc | αγχρέτουδοντον | αγχρέτουδοντους | αγχρέτουδοντην | |||||
| gen | αγχρέτουδοντι | αγχρέτουδοντον | αγχρέτουδοντης | αγχρέτουδοντον | αγχρέτουδοντι | αγχρέτουδοντον | ||
| indef | nom | αγχρέτουδοντοσες | αγχρέτουδοντοις | αγχρέτουδοντησι | αγχρέτουδοντησσι | αγχρέτουδοντονεδ | αγχρέτουδοντηδ | |
| voc | αγχρέτουδοντες | |||||||
| acc | αγχρέτουδοντονες | αγχρέτουδοντουσες | αγχρέτουδοντηνσι | |||||
| gen | αγχρέτουδοντις | αγχρέτουδοντονες | αγχρέτουδοντησσι | αγχρέτουδοντονσι | αγχρέτουδοντιδ | αγχρέτουδοντονεδ | ||
| m | f | n | ||||||
| sg | pl | sg | pl | sg | pl | |||
| comp | def | nom | αγχρέτουδοντιος | αγχρέτουδοντιοι | αγχρέτουδοντιη | αγχρέτουδοντιης | αγχρέτουδοντιον | αγχρέτουδοντιη |
| voc | αγχρέτουδοντιε | |||||||
| acc | αγχρέτουδοντιον | αγχρέτουδοντιους | αγχρέτουδοντιην | |||||
| gen | αγχρέτουδοντιι | αγχρέτουδοντιον | αγχρέτουδοντιης | αγχρέτουδοντιον | αγχρέτουδοντιι | αγχρέτουδοντιον | ||
| indef | nom | αγχρέτουδοντιοσες | αγχρέτουδοντιοις | αγχρέτουδοντιησι | αγχρέτουδοντιησσι | αγχρέτουδοντιονεδ | αγχρέτουδοντιηδ | |
| voc | αγχρέτουδοντιες | |||||||
| acc | αγχρέτουδοντιονες | αγχρέτουδοντιουσες | αγχρέτουδοντιηνσι | |||||
| gen | αγχρέτουδοντιις | αγχρέτουδοντιονες | αγχρέτουδοντιησσι | αγχρέτουδοντιονσι | αγχρέτουδοντιιδ | αγχρέτουδοντιονεδ | ||
| m | f | n | ||||||
| sg | pl | sg | pl | sg | pl | |||
| sup | def | nom | αγχρέτουδονταμος | αγχρέτουδονταμοι | αγχρέτουδονταμη | αγχρέτουδονταμης | αγχρέτουδονταμον | αγχρέτουδονταμη |
| voc | αγχρέτουδονταμε | |||||||
| acc | αγχρέτουδονταμον | αγχρέτουδονταμους | αγχρέτουδονταμην | |||||
| gen | αγχρέτουδονταμι | αγχρέτουδονταμον | αγχρέτουδονταμης | αγχρέτουδονταμον | αγχρέτουδονταμι | αγχρέτουδονταμον | ||
| indef | nom | αγχρέτουδονταμοσες | αγχρέτουδονταμοις | αγχρέτουδονταμησι | αγχρέτουδονταμησσι | αγχρέτουδονταμονεδ | αγχρέτουδονταμηδ | |
| voc | αγχρέτουδονταμες | |||||||
| acc | αγχρέτουδονταμονες | αγχρέτουδονταμουσες | αγχρέτουδονταμηνσι | |||||
| gen | αγχρέτουδονταμις | αγχρέτουδονταμονες | αγχρέτουδονταμησσι | αγχρέτουδονταμονσι | αγχρέτουδονταμιδ | αγχρέτουδονταμονεδ | ||