Contionary:κιόρητι

Oltic

Etymology

From Romani ćorel

Pronunciation

Verb

κιόρητι (kiórēti) (Cyrillic spelling ћорѣти)

  1. (slang) to steal, to rob
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
κιόρητι conjugation (3rd) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres κιόρη κιόρησι κιόρητι κιόρημου κιόρητε κιόρηντι κιόρηντος κιόρηϝος
pst.pfv κιόρησσου κιόρησσι κιόρησσομου κιόρησσετε κιόρησσον κιόρημνος
pst.ipfv κιόρηνεν κιόρητου κιόρη κιόρημες κιόρητες κιόρηντες
fut.pfv κιόριζημι κιόριζησι κιόριζητι κιόριζημος κιόριζητε κιόριζηντι
fut.ipfv κιόριζητεμι κιόριζητεσι κιόριζητετι κιόριζητεμος κιόριζητετε κιόριζητεντι
mid pres κιόρη κιόρητα κιόρητο κιόρημο κιόρηϝε κιόρηντο κιόρητιος
pst.pfv κιόρητουνς κιόρητος κιόρητουος
pst.ipfv κιόρητει κιόρηντις κιόρηζος
fut.pfv κιόριζη κιόριζητα κιόριζητο κιόριζημο κιόριζηϝε κιόριζηντο
fut.ipfv κιόριζητε κιόριζητετα κιόριζητετο κιόριζητεμο κιόριζητεϝε κιόριζητεντο
imp act κιόρη κιόρητις
mid κιόρητρις κιόρηϝε

Synonyms

τὸσκετι