Contionary:ζειρο: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Line 41: | Line 41: | ||
====Derived terms==== | ====Derived terms==== | ||
*[[Contionary:ζειρομάτρο| | *[[Contionary:ζειρομάτρο|ζειρομάτρο]] | ||
====Related terms==== | ====Related terms==== |
Revision as of 21:34, 26 October 2016
Galatian
Alternative forms
Etymology
From Phrygian *zeiros, boy.
Pronunciation
(Galatian) IPA: /cɛɪro/
Noun
ζειρο
- son
- Γο ζειρω, κε γαουθ μῳ ζειρο με.
- I have a son, and my son has me.
- Γο ζειρω, κε γαουθ μῳ ζειρο με.
Inflection
Case | Singular | Plural |
---|---|---|
Nominative | ζειρο νο ζειρο |
ζειροι νοι ζειροι |
Accusative | ζειρω ὁ ἰειρω |
ζειρους νους ζειρους |
Dative | ζειρει ἱ ἰειρει |
ζειρους ὁς ζειρους |
Genitive | ζειρι νι ζειρι |
ζειρο οὑ ἰειρο |
Ablative | ζειρου οὑ ἰειρου |
ζειρι ἱ ἰειρι |
Vocative | ζειρε νε ζειρε |
ζειρους νους ζειρους |