Contionary:ζειρο

From Linguifex
Jump to navigation Jump to search

Galatian

Etymology

From Phrygian *zeiros, boy.

Pronunciation

(Galatian) IPA: /cɛɪro/

Noun

ζειρο (masc)

  1. son
    Γο ζειρω, κε γαουθ νο ζειρο μῳ μη.
    I have a son, and my son has me.


Inflection

Case Singular Plural
Nominative ζειρο
νο ζειρο
ζειροι
νοι ζειροι
Accusative ζειρω
ὁ ἰειρω
ζειρους
νους ζειρους
Dative ζειρει
ἱ ἰειρει
ζειρους
ὁς ζειρους
Genitive ζειρι
νι ζειρι
ζειρο
οὑ ἰειρο
Ablative ζειρου
οὑ ἰειρου
ζειρι
ἱ ἰειρι
Vocative ζειρε
νε ζειρε
ζειρους
νους ζειρους

Derived terms

Related terms