Contionary:ζειρο
Jump to navigation
Jump to search
Galatian
Etymology
From Phrygian *zeiros, boy.
Pronunciation
Noun
ζειρο (masc)
- son
- Γο ζειρω, κε γαουθ νο ζειρο μῳ μη.
- I have a son, and my son has me.
- Γο ζειρω, κε γαουθ νο ζειρο μῳ μη.
Inflection
Case | Singular | Plural |
---|---|---|
Nominative | ζειρο νο ζειρο |
ζειροι νοι ζειροι |
Accusative | ζειρω ὁ ἰειρω |
ζειρους νους ζειρους |
Dative | ζειρει ἱ ἰειρει |
ζειρους ὁς ζειρους |
Genitive | ζειρι νι ζειρι |
ζειρο οὑ ἰειρο |
Ablative | ζειρου οὑ ἰειρου |
ζειρι ἱ ἰειρι |
Vocative | ζειρε νε ζειρε |
ζειρους νους ζειρους |