Contionary:άσσημετι

Oltic

Etymology

From Middle Oltic ασσημετι, from Old Oltic αͳημετι, from Proto-Celtic *asdamyeti, from Proto-Indo-European *h₂éd*demh₂-

Pronunciation

Verb

άσσημετι (ássēmeti) (future stem ὰσσιμ-, Cyrillic spelling асѣмети)

  1. to admit, to confess, to disclose, to acknowledge
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
άσσημετι conjugation (1st) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres άσσημου άσσημεσι άσσημετι άσσημομου άσσημετε άσσημοντι άσσημοντος άσσημϝος
pst.pfv άσσαντου άσσαντες άσσαντ άσσαντομου άσσαντετε άσσαντον άσσημομνος
pst.ipfv άσσημενεν άσσημιτου άσσημε άσσημεμες άσσημετες άσσημεντες
fut.pfv ὰσσιμην ὰσσιμησι ὰσσιμητι ὰσσιμημες ὰσσιμητε ὰσσιμηντι
fut.ipfv ὰσσιμητεν ὰσσιμητεσι ὰσσιμητετι ὰσσιμητεμες ὰσσιμητετε ὰσσιμητεντι
mid pres άσσημου άσσημετα άσσημετο άσσημομο άσσημεϝε άσσημοντο άσσημετιος
pst.pfv άσσαντο άσσαντουνς άσσαντος άσσαντουος
pst.ipfv άσσημετει άσσημεντις άσσανζος
fut.pfv ὰσσιμη ὰσσιμητα ὰσσιμητο ὰσσιμημο ὰσσιμηϝε ὰσσιμηντο
fut.ipfv ὰσσιμητε ὰσσιμητετα ὰσσιμητετο ὰσσιμητεμο ὰσσιμητεϝε ὰσσιμητεντο
imp act άσσημι άσσημετις
mid άσσημετα άσσημεϝε