Contionary:βόζος

Oltic

Etymology

From Middle Oltic βοζος, from Old Oltic βοζος, from Proto-Celtic *bodyos

Pronunciation

Adjective

βόζος (vózos) (Cyrillic spelling возос)

  1. yellow
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
βόζος declension (o-stem)
m f n
sg pl sg pl sg pl
def nom βόζος βόζοι βόζη βόζης βόζον βόζη
voc βόζε
acc βόζον βόζους βόζην
gen βόζι βόζον βόζης βόζον βόζι βόζον
indef nom βόζοσες βόζοις βόζησι βόζησσι βόζονεδ βόζηδ
voc βόζες
acc βόζονες βόζουσες βόζηνσι
gen βόζις βόζονες βόζησσι βόζονσι βόζιδ βόζονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
comp def nom βόζιος βόζιοι βόζιη βόζιης βόζιον βόζιη
voc βόζιε
acc βόζιον βόζιους βόζιην
gen βόζιι βόζιον βόζιης βόζιον βόζιι βόζιον
indef nom βόζιοσες βόζιοις βόζιησι βόζιησσι βόζιονεδ βόζιηδ
voc βόζιες
acc βόζιονες βόζιουσες βόζιηνσι
gen βόζιις βόζιονες βόζιησσι βόζιονσι βόζιιδ βόζιονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
sup def nom βόζαμος βόζαμοι βόζαμη βόζαμης βόζαμον βόζαμη
voc βόζαμε
acc βόζαμον βόζαμους βόζαμην
gen βόζαμι βόζαμον βόζαμης βόζαμον βόζαμι βόζαμον
indef nom βόζαμοσες βόζαμοις βόζαμησι βόζαμησσι βόζαμονεδ βόζαμηδ
voc βόζαμες
acc βόζαμονες βόζαμουσες βόζαμηνσι
gen βόζαμις βόζαμονες βόζαμησσι βόζαμονσι βόζαμιδ βόζαμονεδ

Synonyms

(yellow):