Contionary:κάμβος

From Linguifex
Jump to navigation Jump to search

Oltic

Etymology

From Middle Oltic καμβος, from Old Oltic καμβος, from Proto-Celtic *kambos, from Proto-Indo-European *kh₂em-

Pronunciation

Adjective

κάμβος (kámvos) (Cyrillic spelling камбос)

  1. twisted, winding, wound
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
κάμβος declension (o-stem)
m f n
sg pl sg pl sg pl
def nom κάμβος κάμβοι κάμβη κάμβης κάμβον κάμβη
voc κάμβε
acc κάμβον κάμβους κάμβην
gen κάμβι κάμβον κάμβης κάμβον κάμβι κάμβον
indef nom κάμβοσες κάμβοις κάμβησι κάμβησσι κάμβονεδ κάμβηδ
voc κάμβες
acc κάμβονες κάμβουσες κάμβηνσι
gen κάμβις κάμβονες κάμβησσι κάμβονσι κάμβιδ κάμβονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
comp def nom κάμβιος κάμβιοι κάμβιη κάμβιης κάμβιον κάμβιη
voc κάμβιε
acc κάμβιον κάμβιους κάμβιην
gen κάμβιι κάμβιον κάμβιης κάμβιον κάμβιι κάμβιον
indef nom κάμβιοσες κάμβιοις κάμβιησι κάμβιησσι κάμβιονεδ κάμβιηδ
voc κάμβιες
acc κάμβιονες κάμβιουσες κάμβιηνσι
gen κάμβιις κάμβιονες κάμβιησσι κάμβιονσι κάμβιιδ κάμβιονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
sup def nom κάμβαμος κάμβαμοι κάμβαμη κάμβαμης κάμβαμον κάμβαμη
voc κάμβαμε
acc κάμβαμον κάμβαμους κάμβαμην
gen κάμβαμι κάμβαμον κάμβαμης κάμβαμον κάμβαμι κάμβαμον
indef nom κάμβαμοσες κάμβαμοις κάμβαμησι κάμβαμησσι κάμβαμονεδ κάμβαμηδ
voc κάμβαμες
acc κάμβαμονες κάμβαμουσες κάμβαμηνσι
gen κάμβαμις κάμβαμονες κάμβαμησσι κάμβαμονσι κάμβαμιδ κάμβαμονεδ