Contionary:λοῦδος

Oltic

Etymology

From Middle Oltic λουδος, from Proto-Slavic *ludъ

Pronunciation

Adjective

λοῦδος (lou͂dos) (Cyrillic spelling лудос)

  1. crazy, insane, mad
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
λοῦδος declension (o-stem)
m f n
sg pl sg pl sg pl
def nom λοῦδος λοῦδοι λοῦδη λοῦδης λοῦδον λοῦδη
voc λοῦδε
acc λοῦδον λοῦδους λοῦδην
gen λοῦδι λοῦδον λοῦδης λοῦδον λοῦδι λοῦδον
indef nom λοῦδοσες λοῦδοις λοῦδησι λοῦδησσι λοῦδονεδ λοῦδηδ
voc λοῦδες
acc λοῦδονες λοῦδουσες λοῦδηνσι
gen λοῦδις λοῦδονες λοῦδησσι λοῦδονσι λοῦδιδ λοῦδονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
comp def nom λοῦδιος λοῦδιοι λοῦδιη λοῦδιης λοῦδιον λοῦδιη
voc λοῦδιε
acc λοῦδιον λοῦδιους λοῦδιην
gen λοῦδιι λοῦδιον λοῦδιης λοῦδιον λοῦδιι λοῦδιον
indef nom λοῦδιοσες λοῦδιοις λοῦδιησι λοῦδιησσι λοῦδιονεδ λοῦδιηδ
voc λοῦδιες
acc λοῦδιονες λοῦδιουσες λοῦδιηνσι
gen λοῦδιις λοῦδιονες λοῦδιησσι λοῦδιονσι λοῦδιιδ λοῦδιονεδ
m f n
sg pl sg pl sg pl
sup def nom λοῦδαμος λοῦδαμοι λοῦδαμη λοῦδαμης λοῦδαμον λοῦδαμη
voc λοῦδαμε
acc λοῦδαμον λοῦδαμους λοῦδαμην
gen λοῦδαμι λοῦδαμον λοῦδαμης λοῦδαμον λοῦδαμι λοῦδαμον
indef nom λοῦδαμοσες λοῦδαμοις λοῦδαμησι λοῦδαμησσι λοῦδαμονεδ λοῦδαμηδ
voc λοῦδαμες
acc λοῦδαμονες λοῦδαμουσες λοῦδαμηνσι
gen λοῦδαμις λοῦδαμονες λοῦδαμησσι λοῦδαμονσι λοῦδαμιδ λοῦδαμονεδ

Synonyms

διλινός