Contionary:τρέπετι

From Linguifex
Jump to navigation Jump to search

Oltic

Etymology

From Middle Oltic τερπετι, from Old Oltic τερπετι, from Ancient Greek τέρπω (térpō)

Pronunciation

Verb

τρέπετι (trépeti) (Cyrillic spelling трепети)

  1. to enjoy, to delight, to revel, to like
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
τρέπετι conjugation (1st) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres τρέπου τρέπεσι τρέπετι τρέπομου τρέπετε τρέποντι τρέποντος τρέπϝος
pst.pfv τρέπτου τρέπτες τρέπτ τρέπτομου τρέπτετε τρέπτον τρέπομνος
pst.ipfv τρέπενεν τρέπιτου τρέπε τρέπεμες τρέπετες τρέπεντες
fut.pfv τρέπην τρέπησι τρέπητι τρέπημες τρέπητε τρέπηντι
fut.ipfv τρέπητεν τρέπητεσι τρέπητετι τρέπητεμες τρέπητετε τρέπητεντι
mid pres τρέπου τρέπετα τρέπετο τρέπομο τρέπεϝε τρέποντο τρέπετιος
pst.pfv τρέπτο τρέπτουνς τρέπτος τρέπτουος
pst.ipfv τρέπετει τρέπεντις τρέπζος
fut.pfv τρέπη τρέπητα τρέπητο τρέπημο τρέπηϝε τρέπηντο
fut.ipfv τρέπητε τρέπητετα τρέπητετο τρέπητεμο τρέπητεϝε τρέπητεντο
imp act τρέπι τρέπετις
mid τρέπετα τρέπεϝε

Synonyms

(to enjoy):