Contionary:τρούβετι

From Linguifex
Jump to navigation Jump to search

Oltic

Etymology

From Middle Oltic τουρβετι, from Old Oltic τουρβετι, from Latin turbō

Pronunciation

Verb

τρούβετι (troúveti) (Cyrillic spelling трувети)

  1. to disturb, to unsettle, to agitate, to trouble, to upset
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
τρούβετι conjugation (1st) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres τρούβου τρούβεσι τρούβετι τρούβομου τρούβετε τρούβοντι τρούβοντος τρούβϝος
pst.pfv τρούπτου τρούπτες τρούπτ τρούπτομου τρούπτετε τρούπτον τρούβομνος
pst.ipfv τρούβενεν τρούβιτου τρούβε τρούβεμες τρούβετες τρούβεντες
fut.pfv τρούβην τρούβησι τρούβητι τρούβημες τρούβητε τρούβηντι
fut.ipfv τρούβητεν τρούβητεσι τρούβητετι τρούβητεμες τρούβητετε τρούβητεντι
mid pres τρούβου τρούβετα τρούβετο τρούβομο τρούβεϝε τρούβοντο τρούβετιος
pst.pfv τρούπτο τρούπτουνς τρούπτος τρούπτουος
pst.ipfv τρούβετει τρούβεντις τρούβζος
fut.pfv τρούβη τρούβητα τρούβητο τρούβημο τρούβηϝε τρούβηντο
fut.ipfv τρούβητε τρούβητετα τρούβητετο τρούβητεμο τρούβητεϝε τρούβητεντο
imp act τρούβι τρούβετις
mid τρούβετα τρούβεϝε