Contionary:χρεμοῦκητι

Oltic

Etymology

From Middle Oltic χερμουκητι, from Old Oltic χερμουκητι, from Proto-Celtic *uɸermukāti (see *uɸer- and *muk-), from Proto-Indo-European *upó*(s)mewg-

Pronunciation

Verb

χρεμοῦκητι (chremou͂kēti) (Cyrillic spelling хремукети)

  1. (transitive) to choke, to smother, to strangle
    (please add the primary text of this usage example)
    (please add an English translation of this usage example)
χρεμοῦκητι conjugation (3rd) sg pl ptcp ger
1 2 3 1 2 3
ind act pres χρεμοῦκη χρεμοῦκησι χρεμοῦκητι χρεμοῦκημου χρεμοῦκητε χρεμοῦκηντι χρεμοῦκηντος χρεμοῦκηϝος
pst.pfv χρεμοῦκησσου χρεμοῦκησσι χρεμοῦκησσομου χρεμοῦκησσετε χρεμοῦκησσον χρεμοῦκημνος
pst.ipfv χρεμοῦκηνεν χρεμοῦκητου χρεμοῦκη χρεμοῦκημες χρεμοῦκητες χρεμοῦκηντες
fut.pfv χρεμοῦκιζημι χρεμοῦκιζησι χρεμοῦκιζητι χρεμοῦκιζημος χρεμοῦκιζητε χρεμοῦκιζηντι
fut.ipfv χρεμοῦκιζητεμι χρεμοῦκιζητεσι χρεμοῦκιζητετι χρεμοῦκιζητεμος χρεμοῦκιζητετε χρεμοῦκιζητεντι
mid pres χρεμοῦκη χρεμοῦκητα χρεμοῦκητο χρεμοῦκημο χρεμοῦκηϝε χρεμοῦκηντο χρεμοῦκητιος
pst.pfv χρεμοῦκητουνς χρεμοῦκητος χρεμοῦκητουος
pst.ipfv χρεμοῦκητει χρεμοῦκηντις χρεμοῦκηζος
fut.pfv χρεμοῦκιζη χρεμοῦκιζητα χρεμοῦκιζητο χρεμοῦκιζημο χρεμοῦκιζηϝε χρεμοῦκιζηντο
fut.ipfv χρεμοῦκιζητε χρεμοῦκιζητετα χρεμοῦκιζητετο χρεμοῦκιζητεμο χρεμοῦκιζητεϝε χρεμοῦκιζητεντο
imp act χρεμοῦκη χρεμοῦκητις
mid χρεμοῦκητρις χρεμοῦκηϝε